αρχαιοτροπία

αρχαιοτροπία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρχαιοτροπία" в других словарях:

  • ἀρχαιοτροπία — ἀρχαιοτροπίᾱ , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem nom/voc/acc dual ἀρχαιοτροπίᾱ , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαιοτροπία — ἀρχαιοτροπία, η (Α) [αρχαιότροπος] τα αρχαία ήθη, ο παραδοσιακός τρόπος …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαιοτροπίαν — ἀρχαιοτροπίᾱν , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»