αρχαιοτροπία
Смотреть что такое "αρχαιοτροπία" в других словарях:
ἀρχαιοτροπία — ἀρχαιοτροπίᾱ , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem nom/voc/acc dual ἀρχαιοτροπίᾱ , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαιοτροπία — ἀρχαιοτροπία, η (Α) [αρχαιότροπος] τα αρχαία ήθη, ο παραδοσιακός τρόπος … Dictionary of Greek
ἀρχαιοτροπίαν — ἀρχαιοτροπίᾱν , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)